- ἀνατατικός
- ἀνατᾰτικός, ή, όν,A threatening, Plb.5.43.5, D.S.5.31. Adv.
-κῶς Plb.4.4.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Plb.4.4.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανατατικός — ή, ό (Α ἀνατατικός, ή, όν) [ανατείνω] νεοελλ. 1. αυτός που τείνει προς τα επάνω 2. αυτός που προκαλεί ανάταση αρχ. απειλητικός, αλαζονικός … Dictionary of Greek
ἀνατατικόν — ἀνατατικός threatening masc acc sg ἀνατατικός threatening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατικαῖς — ἀνατατικός threatening fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατικοί — ἀνατατικός threatening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατικῆς — ἀνατατικός threatening fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατική — ἀνατατικός threatening fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατικῶς — ἀνατατικός threatening adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατατικάς — ἀνατατικά̱ς , ἀνατατικός threatening fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)